συγκαταχρώμαι

συγκαταχρώμαι
-άομαι, Α [καταχρῶμαι]
1. κάνω χρήση μαζί με κάτι άλλο
2. κακομεταχειρίζομαι («ἢ γὰρ ὄναρ τῇ φαντασίᾳ συγκαταχρῆται ἤδη καὶ τῷ σώματι», Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”